- ανεφόκαμα
- τονεφόκαμα, καιρός ζεστός και με συννεφιά «του Γιαλινού μεσημερίς που τ' ανεφόκαμα πνιχτό φουντώνει» (Γρυπάρης).[ΕΤΥΜΟΛ. < άνεφος «ανέφελος» + -κάμα < αρχ. καύμα < καίω (πρβλ. λιόκαμα, συννεφόκαμα κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.